- πτηνό(ν)
- το птица;
τα αποδημητικά πτηνά — перелётные птицы;
τό ωδικό (αρπακτικό) πτηνό(ν) — певчая (хищная) птица;
κατοικίδια πτηνά — домашняя птица;
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα αποδημητικά πτηνά — перелётные птицы;
τό ωδικό (αρπακτικό) πτηνό(ν) — певчая (хищная) птица;
κατοικίδια πτηνά — домашняя птица;
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πτηνό — το / πτηνόν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πτανόν Α σπονδυλωτό ζώο που έχει φτερά, που πετά, πουλί (α. «αποδημητικό πτηνό» β. «πολλὴ μὲν γὰρ ἡ τῶν ἐνυδρων, πολλὴ δὲ ἡ τῶν πτηνῶν [θήρα]», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα πτηνά ζωολ. ομοταξία δίποδων ομοιόθερμων … Dictionary of Greek
πτηνό — το πουλί, πετούμενο ζώο σπονδυλωτό δίποδο και ωοτόκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμού — Πτηνό της οικογένειας των δρομαιιδών, της τάξης των καζουαριομόρφων. Σήμερα απαντάται μόνο στην Αυστραλία, αλλά στο παρελθόν ζούσε επίσης στην Τασμανία και στα κοντινά μικρά νησιά της Ωκεανίας. Από ορισμένους μελετητές το ε. θεωρείται μεταβατική… … Dictionary of Greek
αγριοπερίστερο — Πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων. Ζει στις παραμεσόγειες χώρες και στις χώρες της δυτικής Ασίας, έως την Ινδία. Τo σώμα του φτάνει σε μήκος τα 32 εκ. και το άνοιγμα των φτερών τα 20 25 εκ. Τα φτερά στο κάτω… … Dictionary of Greek
αμπελίδα — Πτηνό της οικογένειας των αμπελιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων, που ζει σε μικρές ομάδες στις δασώδεις περιοχές των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Ασίας. Επιστημονικά λέγεται αμπελίς ή βομβυκίλλη η φλύαρος.Στο κεφάλι της έχει ένα… … Dictionary of Greek
κίβι — Πτηνό δρομέας της τάξης των απτερυγομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Apteryx mantelli. Το σώμα του έχει περίπου τις διαστάσεις μιας μεγάλης κότας και υποβαστάζεται από δύο κοντά, αλλά ισχυρά πόδια, που καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα με… … Dictionary of Greek
κορακίας — Πτηνό της οικογένειας των κορακιδών, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Coracias garrulus. Το σώμα του έχει μήκος περίπου 30 εκ., μπλε και πράσινο φτέρωμα και καστανοκόκκινη ράχη. Ο κ. είναι κυρίως εντομοφάγος, αν και τρέφεται και με μικρά… … Dictionary of Greek
μαραμπού — Πτηνό της οικογένειας των πελαργιδών· ονομάζεται επίσης βρογχοκηλικός πελαργός, εξαιτίας του αεροφόρου θυλάκου που φέρει στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού που αποτελεί διεύρυνση του οισοφάγου. Η επιστημονική ονομασία του είναι Leptoptilos… … Dictionary of Greek
πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… … Dictionary of Greek
ψιττακός — Πτηνό της οικογένειας των ψιττακιδών. Bλ. λ. παπαγάλοι. * * * ο, ΝΜΑ, και σιττακός Α ο παπαγάλος νεοελλ. ζωολ. γένος παπαγάλων τής κεντρικής και δυτικής Αφρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψιττάκη] … Dictionary of Greek
κασουάριος — Πτηνό δρομέας της οικογένειας των καζουαριδών. Βλ. λ. καζουάριος … Dictionary of Greek